- παράμαλλο
- το(αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστραβ) το μικρό λεπτό νήμα τής πετονιάς που φέρει το αγκίστρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μαλλί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράμαλλο — το κάθε νήμα του παραγαδιού που έχει αγκίστρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράμπολο — το (αλιευτ.) το παράμαλλο … Dictionary of Greek
πλοκάμι — το, Ν 1. πόδι μαλακίου και ιδιαίτερα χταποδιού, πλόκαμος 2. ο πλόκαμος τών μαλλιών, πλεξούδα 3. (αλιευτ.) άλλη κοινή ονομασία για το παράμαλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκάμιον, υποκορ. τού αρχ. πλόκαμος] … Dictionary of Greek
πλοκάμι — το ιού 1. πλεξούδα μαλλιών, κοτσίδα. 2. βραχίονας του χταποδιού και άλλων μαλακίων (καλαμαριού, σουπιάς κτλ.): Άπλωσε τα πλοκάμια του το τεράστιο καλαμάρι κι έζωσε τον κινητήρα του υποβρυχίου. 3. το καθένα από τα σκοινιά του παραγαδιού, παράμαλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)